- φωτογράφιση
- η, Νη φωτογράφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… … Dictionary of Greek
ανατύπωση — Η λήψη φωτογραφιών, εικόνων, σχεδίων, ξυλογραφιών κλπ. Γίνεται σε ειδικούς θαλάμους με διπλό άνοιγμα, εφοδιασμένους με θαμπό γυαλί. Ο αντικειμενικός φακός πρέπει επίσης να είναι διπλός. Το επίπεδο του θαμπού γυαλιού και αυτό της εικόνας πρέπει να … Dictionary of Greek
παντοχρωμία — η 1. φωτογράφιση με πλάκες τις οποίες επηρεάζουν όλα τα χρώματα 2. η φωτογραφία που λαμβάνεται με αυτή τη μέθοδο … Dictionary of Greek
σιδηροτυπία — η, Ν (φωτογρ.) παλαιά φωτογραφική μέθοδος παραγωγής ψευδοθετικής φωτογραφίας με τη χρήση διαλύματος κολλωδίου στο οποίο εμβαπτιζόταν λεπτή μεταλλική πλάκα καλυμμένη με μαύρο επίχρισμα αμέσως πριν από την φωτογράφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * +… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
τηλεφακός — ο, Ν (φωτογρ.) σύνθετος αντικειμενικός φακός μεγάλης εστιακής απόστασης, χρησιμοποιούμενος σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές και τηλεοπτικούς εικονολήπτες για τη μεγεθυσμένη φωτογράφιση απομακρυσμένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * … Dictionary of Greek
φασματοσκοπία — Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται και μελετά τα φάσματα του φωτός ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Η φ. γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. από ερευνητές της οπτικής ως μεθόδου μελέτης των φωτεινών ακτινοβολιών, αλλά σύντομα αποδείχθηκε… … Dictionary of Greek
χρωμοφωτογραφία — η, Ν 1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους 2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
ε(ν)σταντανέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), η στιγμιαία φωτογράφιση, το στιγμιότυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)